http://www.fileden.com/files/2008/6/6/1947074/Arhondoyios%20pantevetai%201934.mp3
Απέναντι στο δέντρο κάθεται και με κοιτάζει επίμονα
ένα πουλί. Δε ξέρω τι θέλει, ούτε τι σκέφτεται.
Επιμένει. Το κάνει κάθε μέρα.
Στο τέλος, αποφασίζω να γράψω ένα γράμμα
στη Ρίτα την Αμπατζή,
σ΄ότι έχει απομείνει απ' αυτό το γλυκό κορίτσι...
Ριτάκι, αγαπημένο!
Πρώτα, ζητάω συγνώμη, από σένα και απ' όλους/ες άφησες πίσω σου, γιατί σου απευθύνομαι μ΄αυτό τον τρόπο. "Ριτάκι μου" έλεγες εσύ στον εαυτό σου μέσα στα τραγούδια. Οι άλλοι, οι παρόντες στις φωνοληψίες που θαύμαζαν τη φωνή σου, δε προχωρούσαν πέρα απ' το "Ρίτα", εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις. Κάτι μου λέει πως δεν έδινες παραπέρα δικαιώματα, εκτός σε ορισμένους, δηλαδή τι ορισμένους, τους κοντινούς σου Μικρασιάτες εννοώ που σε νιώθαν, σα το Μήτσο τον Ατραϊδη που του έλεγες με σίγουρη και αποφασιστική φωνή, "γειά σου, Ατραϊδη μου ντερβίση" κι εκείνος, στην επόμενη στροφή σου ανταποδίδει, "να χαρώ το στοματάκι σου, Ριτάκι μου". Θυμάσαι γιά ποιό τραγούδι σου μιλάω; Το "Ντερβίσης και Ρίτα" του Ιάκωβου Μοντανάρη.
Σου στέλνω αυτό το γράμμα, όπως πετάμε μιά βουλωμένη μποτίλια στο πέλαγο με μιά επιστολή. Νιώθω πως αυτό που έχει απομείνει από σένα, κάπου πλανιέται και μπορεί να μ' ακούσει. Γι αυτό το κάνω.
Το σόι του πατέρα μου ήταν Σμυρνιοί. Εφτά χρονώ ήταν όταν ήρθε εδώ. Ποτέ κανένας τους δε μου μίλησε γιά τον κόσμο τους, ούτε κι εγώ σκέφτηκα να ρωτήσω ποτέ μου. Σα να μην είχε συμβεί τίποτα... Όμως απ' τη ζωή μου, πριν ξυπνήσω, θυμάμαι έντονα δυό σημεία. Ένα χοντρό καυγά με προσβλητικά λόγια στη μάνα μου που ήταν Bορειοελλαδίτισσα, επειδή επέμενε να με πείσει γιά τα καλά της Δύσης κι εμένα να της αντιπαραθέτω, βίαια, την Ανατολή, χωρίς να ξέρω ακριβώς γιατί το κάνω. Το άλλο είναι μιά αίσθηση οικειότητας, ένα λύσιμο της καρδιάς, κάθε που το πλοίο των διακοπών έφτανε σε νησί του ανατολικού Αιγαίου. Δε πολυέψαχνα το γιατί, δε μπορούσα να το αναλύσω. Πολλά χρόνια αργότερα μου λέει ένας φίλος, "θα σου βάλω ν΄ακούσεις ένα CD της Heritage, να δεις τι υπέροχα καθαρό ήχο έχει". Μου είπε να στηθώ δίπλα σε δυό ηχεία και ν΄ακούσω τα τραγούδια σου. Τα τραγούδια τά'ξερα, τα είχα από χρόνια, αλλά η καθαρότητα του ήχου ήταν απίστευτη. Μπόρεσα ν΄ακούσω ως και την ανάσα σου! Εκείνη τη στιγμή συνέβη κάτι σημαντικό γιά μένα που το κατάλαβα αργότερα. Η φωνή σου έκανε να λυθεί ένας σφιγμένος και κρυμένος κόμπος μέσα μου. Ένιωσα να φωτίζεται και να βλέπω καθαρά το βαθύτερο παρελθόν της περίπτωσής μου και πήρα, από τότε, το δρόμο που οδηγάει κοντύτερα σ΄αυτό.
Όλες οι σκέψεις που ξεδιπλώνονται παρακάτω ακουμπάνε στο συναίσθημα. Ξέρουμε ελάχιστα πράγματα γιά σένα κι έτσι, απομένει το αφούγκρασμα της μαγικής σου φωνής, η φαντασία, το ένστικτο και ο συνδυασμός με τα ψήγματα πληροφοριών...
Είμαι σίγουρος πως καθόλου εύκολος δεν ήταν ο δρόμος που διάνυσαν οι γυναίκες τραγουδίστριες μέσα στον κόσμο των ρεμπετών και των εταιριών δίσκων. Δε ξέρω καθόλου πόσο σκληρή μπορεί να ήσουνα, ή πόσο εύθραυστη. Εύθραυστη, είναι σχεδόν αδύνατο να μην ήσουνα. Η εμπειρία της Σμύρνης στα 13 (;) σου, τι είδες και τι έζησες εκεί, δε θα το μάθει κανείς ποτέ. Η εξαφάνιση του πατέρα σου, το άτακτο φευγιό, οι συνθήκες των πρώτων χρόνων στην Ελλάδα, πρέπει να άφησαν ανεξίτηλα σημάδια στο χάρτη της καρδιάς σου. Όλ' αυτά πρέπει να πέρασαν, με κάποιο τρόπο, μέσα στις συμπεριφορές, ακόμα και μέσα στη φωνή σου.
Οι έντονες ψυχικές εμπειρίες σε πρώιμη ηλικία, μελανώνουν και θαμπώνουν γιά πάντα τη συναισθηματική ζωή. Διαφορετικά στο κάθε φύλο, ιδιαίτερα σοβαρά στις γυναίκες. Μόλις τα τελευταία χρόνια έχει σκύψει, πιό υπέυθυνα, η ψυχιατρική έρευνα πάνω σ΄αυτό το θέμα, κύρια εξαιτίας της ενδυνάμωσης του φεμινιστικού κινήματος και της προώθησης του συνθήματος, "τα προσωπικά είναι πολιτικό θέμα". Oι έρευνες είναι, ακόμα και ως συνήθως, περισσότερο προσανατολισμένες στο αντρικό φύλο, ιδιαίτερα στις μετατραυματικές καταστάσεις στρατιωτών διαφόρων πολέμων. Χαρακτηριστικά αναφέρω ότι, στρατιώτες του Α' Παγκόσμιου Πόλεμου που ήταν εγκλωβισμένοι στα χαρακώματα, υπόφεραν από υστερικά συμπτώματα, απώλεια μνήμης και απάθεια. Το άτομο πέφτει κάτω από τον έλεγχο αμυντικών μηχανισμών που απωθούν και εθελοτυφλούν στα κύματα των τραυματικών αναμνήσεων. Είναι μιά φυσιολογική ανθρώπινη τάση το να μη θέλει κανείς να θυμάται και να προσπαθεί να "ξεχάσει". (βλ. απωθήσει) αυτά που τον/την πλήγωσαν. Μήπως αυτό μας λέει κάτι σε σχέση, αφενός με την παρατεταμένη σιωπή των προσφύγων και αφετέρου, γιά τις αντιδράσεις του ελληνικού λαού μετά τον εμφύλιο, αντιδράσεις σ' όλα τα επίπεδα; Από το ξεπούλημα των επίπλων, προσωπικών αντικειμένων και ενθυμήσεων στους παλιατζήδες (που όργωναν την Ελλάδα) και την αντικατάσταση των επίπλων με απρόσωπους, φτηνούς καπλαμάδες, ως και την ανάγκη νέων μουσικών και ρυθμών; Αυτά τα πράγματα είναι ως αδύνατο να γίνουν καταληπτά από γενιές που μεγάλωσαν σε ειρηνικές συνθήκες. Ακόμα, αν δεν έχει βιώσει κάποιος/α προσωπικά, συνθήκες μετανάστευσης (ιδιαίτερα βίαιης μετανάστευσης), είναι αδύνατο να καταλάβει τι σημαίνει ξερρίζωμα από το μητροπατρογονικό περιβάλλον και τη μεταφορά σ' ένα ξένο τόπο όπου σε κοιτάζουν με λύπηση ή, συνηθέστατα, με αντιπάθεια ("ξενητειά, τα πλούτη σου δε τα ζηλεύω").
Tί αισθανόσουν άραγε όταν τραγουδούσες στα 1934, σε ηλικία 31 χρονώ, το παραδοσιακό "Αρχοντογιός παντρεύεται";
Αρχοντογιός παντρεύεται
και παίρνει προσφυγούλα,
προσφυγούλα μαυρομάτα μου
και παίρνει προσφυγούλα,
προσφυγούλα, σε κλαιν τα μάτια μου.
Σαν τ' άκουσε, σαν τ' άκουσε η μάνα του
τα δέντρα ξερριζώνει,
προσφυγούλα, μαυρομάτα μου,
τα δέντρα ξερριζώνει,
προσφυγούλα, σε κλαιν τα μάτια μου
Πιάνει δυό φί -, πιάνει δυό φίδια ζωντανά.
πιάνει τα τηγανίζει,
προσφυγούλα, μαυρομάτα μου,
πιάνεθ τα τηγανίζει,
προσφυγούλα, σε κλαιν τα μάτια μου
Και με την πρώ - και με την πρώτη πηρουνιά
καρδιά της φαρμακώθη
προσφυγούλα, μαυρομάτα μου,
καρδιά της φαρμακώθη,
προσφυγούλα, σε κλαιν τα μάτια μου
Το 1934 ήταν η χρυσή σου χρονιά και ήσουν ήδη μιά απόλυτα καθιερωμένη τραγουδίστρια. Σε τραγούδια παραδοσιακά σαν κι αυτό, μπορεί κανείς πραγματικά να σ' απολαύσει γιατί στα παραδοσιακά φαίνεσαι να ξεδιπλώνεις, στο έπακρο, όλες τις φωνητικές σου δυνατότητες. Εκεί αισθανόσουν πιό αυτεξούσια, μην έχοντας το συνθέτη από πάνω σου.
Μιλώντας γιά συνθέτες, ο Τούντας γιά παράδειγμα, δεν είχε ο ίδιος οικονομικά προβλήματα και του ήταν εύκολο να "χαϊδεύει" το αγοραστικό κοινό με τραγούδια σα το "Φτώχεια μαζί με την τιμή" (στα 1934, Columbia DG-498) όπου, προφανώς σου υπέδειξε(;) να πετάξεις εκείνο το "να ζήσ' η φτώχεια", που το λες τελείως ανόρεχτα... Γιατί, τίποτα δε μπορεί να με πείσει ότι εσύ και οι τραγουδίστριες της εποχής σου, ακόμα και οι πιό τσαχπίνες και επαγγελματίες σα τη Ρόζα, γούσταραν, μέσα τους, να τραγουδάνε στίχους που τις εμφάνιζαν μόρτισσες, που είχαν καθήσει φυλακή, που περνούσαν πιό καλά στη φτώχεια, που ξέραν να ρίχνουν πιστολιές κτρ.
Παρένθεση 1. Το "περνάω καλύτερα στη φτώχεια" είναι ένα πολύπλοκο θέμα. Αν ζω μέσα στη φτώχεια και μου "προτείνουν", μου δοθούν δηλαδή ευκαιρίες εξόδου απ' αυτήν, η απάντησή μου εξαρτάται από το τί είδους είναι αυτές οι ευκαιρίες. Αν πρόκειται να πουλήσω την ψυχή μου, ν' απαρνηθώ μιά αγάπη, να μπω σ' ένα περιβάλλον που με κάνει να αισθάνομαι άβολα και που με βλέπουν σα ξένο σώμα τότε, έχω λόγους να προτιμήσω τη φτώχεια μου, την τιμή και την αξιοπρέπειά μου.
Από τότε λοιπόν που άκουσα "καθαρισμένα" τα τραγούδια σου, μού'χει σφηνώσει μιά σκέψη στο κεφάλι. Μιά αίσθηση ότι ήσουν κάπου αλλού, τις περισσότερες φορές. Σα να μη το γούσταρες όλο αυτό το νταλαβέρι ή, γιά να είμαι πιό ακριβής, τις συνθήκες και την ατμόσφαιρά του. Κάποιοι, ανάμεσα στους συνθέτες και τους τραγουδιστές δεν έχαναν την ευκαιρία, όταν οι στίχοι του τραγουδιού τους ενέπνεαν, να πετάξουν κάποιο διφορούμενο σχόλιο στην τραγουδίστρια - η αλήθεια είναι, πολύ έμμεσο - έτσι, για να δημιουργηθεί ατμόσφαιρα και να καλοπιάσουν το αντρικό αγοραστικό κοινό. Σε κανένα όμως απ' τους δίσκους σου δεν υπάρχει κάτι, εκ μέρους τους, που να υπερβαίνει τα όρια. Σα να ενέπνεες ένα σεβασμό γύρω σου. Οι διακυμάνσεις της φωνής, οι χαιρετισμοί σου, δίνουν την εντύπωση ότι επειδή ήξερες από νωρίς πως είχαν τα πράγματα, κρατούσες αποστάσεις ασφαλείας. Ότι δεν ήθελες πολλά-πολλά, έλεγες τα τραγούδια σου και έφευγες, κάτι που το συνδυάζω και με το ότι απόφευγες τα μαγαζιά... Δε ξέρω αν έχω δίκιο. Δεν αμφιβάλλω ότι υπεράσπιζες τα δικαιώματά σου, αυτό που είχες χτίσει και τη θέση που είχες μέσα στην καρδιά αυτών που σε αγαπούσαν. Ήσουν άλλωστε αυτή που, με μεγαλύτερη συχνότητα απ' όλους τους άλλους/ες, χαιρετούσες τον εαυτό σου μέσα στα τραγούδια σου. Τα "γειά σου Ρίτα/Ριτάκι/Ρίτα, παιδί μου/Ρίτα, μάγκισσα", παν κι έρχονται και καλά έκανες γιατί το άξιζες! Μάλλον υπήρχε κι άλλος που θα τον δούμε παρακάτω.
Έχω ακούσει "χιλιοστό προς χιλιοστό" τα τραγούδια που έχεις πει, προσπαθώντας να "κοιτάξω" πίσω απ' τη φωνή σου, να καταλάνω πως μπορεί να ένιωθες, πότε ήσουν κουρασμένη, χαρούμενη, απογοητευμένη. Ποιά τραγούδια σου άρεζαν, ποιά βαριόσουνα και τά'λεγες επειδή έπρεπε. Νομίζω πως κάποια πράγματα κατάφερα, αν και δεν ήταν εύκολο. Η ικανότητά σου, το ταλέντο σου, η πείρα και η ευκολία στα παιξίματα και τα τσακίσματα της φωνής σου, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για να "δει κανείς από πίσω"...
Το "Tchανγκαράκι" όπως το προφέρεις (1931, K. Σκαρβέλης) που είναι, ίσως, το πρώτο τραγούδι σου, πρέπει να το τραγούδησες όταν ήσουν 28 χρονώ.
Στα 29 σου (1932) φωνογράφησες το "Γαλατά Μανέ" - που δυό χρόνια νωρίτερα τον είχε πει κι ο Νούρος. Εκεί. ο Δημ. Σέμσης ο Σαλονικιός τά'χει χάσει μαζί σου και σε χαιρετάει. Εσύ του λες, με την πάντα εφηβική φωνή σου, "γειά σου Σαλονικιέ μου, να χαρώ τα δαχτυλάκια σου" που είναι το πιό τρυφερό κοπλιμέντο απ' όσα είπες μέσα σ' όλους τους δίσκους σου. Ο μανές αυτός είναι, κατά τη γνώμη μου, ο καλύτερος που έχεις πει, άσχετα αν στο "Gazeli nevah sabah", δυό χρόνια αργότερα, είσαι πιό ώριμη και βγάζεις ένα μελαγχολικό αριστούργημα.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου